κεντρώνω

κεντρώνω
κέντρωσα, κεντρώθηκα, κεντρωμένος
1. κεντρίζω, τρυπώ με το κεντρί: Αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς (παροιμ.).
2. μπολιάζω: Κεντρώνει ταδέντρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεντρώνω — κεντρώνω, κέντρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κεντρώνω — (Α κεντρῶ όω, Μ κεντρώνω) [κέντρον] 1. (για έντομα κ.λπ.) τσιμπώ ή τρυπώ με κεντρί, κεντρίζω, αγκυλώνω («αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς» παροιμ. για όσους ενεργούν κρυφά) νεοελλ. 1. (σχετικά με δέντρα) μπολιάζω, βάζω κεντράδι 2.… …   Dictionary of Greek

  • εγκεντρώνω — ἐγκεντρώνω και ἐγκεντρῶ ( όω) (Μ) 1. στερεώνω, ασφαλίζω 2. κεντρώνω, μπολιάζω 3. μυώ …   Dictionary of Greek

  • εμβολιάζω — και μπολιάζω 1. ανοσοποιώ κάποιον με το κατάλληλο εμβόλιο για την προστασία από λοιμώδη νόσο 2. (για δέντρα) ενοφθαλμίζω, κεντρώνω για να μετατρέψω άγριο δέντρο σε ήμερο ή για να αλλάξω την ποικιλία του …   Dictionary of Greek

  • επικεντρώνω — (Α μόνο το μέσ. ἐπικεντροῡμαι, όομαι) [κεντρώνω] 1. περιορίζω ή συγκεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή σε ένα κύριο σημείο, εστιάζω 2. τεχνολ. προσδιορίζω τον κεντρικό άξονα ενός κυλινδρικού σώματος, π.χ. ενός σωλήνα πυροβόλου, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • κεντρίζω — (ΑΜ κεντρίζω) [κέντρον] 1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο») 2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί 3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την …   Dictionary of Greek

  • κεντριδώνω — [κεντρίς] κεντρίζω*, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • κεντρώ — κεντρῶ, όω (Α) βλ. κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”